μπόδιο

μπόδιο
το
εμπόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἐμ-πόδιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπόδιο — το ιού, το εμπόδιο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμπόδιο — και μπόδιο, το (Μ ἐμπόδιον, Α επίθ. ἐμπόδιος, ον) μσν. νεοελλ. 1. καθετί που εμποδίζει ή δυσχεραίνει μια ενέργεια, κώλυμα, πρόσκομμα, αντίσταση, εναντιότητα («ανυπέρβλητα εμπόδια») 2. «δέσιμο», κατάδεσμος* («σμίγονται τά ἀνδρόγυνα ὅταν ψάλλουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”